υδραργυραλοιφή

υδραργυραλοιφή
η ртутная мазь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υδραργυραλοιφή" в других словарях:

  • υδραργυραλοιφή — η, Ν (φαρμ.) αλοιφή που περιέχει υδράργυρο ή ενώσεις τού υδραργύρου και την οποία χρησιμοποιούσαν στη δερματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + αλοιφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Φαρμακευτικόν Δελτίον] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»